ξυλιασμένος

ξυλιασμένος
η , ο одеревеневший, онемевший; окостеневший, окоченевший

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ξυλιασμένος" в других словарях:

  • ξυλιάζω — ξυλιάζω, ξύλιασα, ξυλιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξυλιάζω — ξύλιασα, ξυλιασμένος 1. μτβ., κάνω κάποιον να γίνει αλύγιστος σαν ξύλο: Η παγωνιά μού ξύλιασε τα δάχτυλα. 2. αμτβ., γίνομαι αλύγιστος σαν ξύλο: Ξύλιασαν τα χέρια μου από το κρύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»